τετραστατηρον

τετραστατηρον
    τετραστάτηρον
    τετρα-στάτηρον
    τό монета в четыре статера Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τετραστατηρον" в других словарях:

  • τετραστάτηρον — τετραστάτηρος costing four staters masc/fem acc sg τετραστάτηρος costing four staters neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραστάτηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάτηρον νόμισμα αξίας τεσσάρων στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στατήρ, ῆρος (πρβλ. δεκα στάτηρος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»